ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 22 ΜΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ 24 ΜΑΙΟΥ ΚΑΙ ΩΡΑ 21:00 ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ Δ. ΜΠΟΓΡΗ Η ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΛΕΣΧΗ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ ΘΑ ΠΡΟΒΑΛΕΙ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ "CONTROL"
ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΘΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙ ΠΑΡΤΥ ΣΤΗΝ "ΟΥΤΟΠΙΑ"
ΜΕ ΗΧΟΥΣ ΒΓΑΛΜΕΝΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ROCK ΣΚΗΝΗ ΤΟΥ 80΄
Απ' το Macclesfield της Αγγλίας εν έτει 1974 ως την αυτοχειρία του ηγέτη τους Ian Curtis (Sam Riley) το Μάιο του '80, παρακολουθούμε τη σύντομη αλλά όχι λησμονημένη ιστορία των Joy Division. Με επίκεντρο το τραγικό κεντρικό πρόσωπο και φωνή του group, τις επιληπτικές του κρίσεις, το γάμο με τη Deborah Curtis (Samantha Morton) σε ηλικία μόλις 21 ετών και τη γέννηση της κόρης τους, τον έρωτά του με την Annik Honore (Alexandra Maria Lara), γινόμαστε μάρτυρες όλων των λόγων που συνέβαλαν ώστε ένα συγκρότημα με μόλις δύο albums στο ενεργητικό του να βάλει το δικό του ξεχωριστό λιθαράκι στην ιστορία της rock και δη της ανυπέρβλητης βρετανικής σκηνής.
Μ' ένα γεμάτο βιογραφικό στον τομέα των video-clips και έχοντας συνεργαστεί με συγκροτήματα του βεληνεκούς των Depeche Mode, Metallica και Nirvana, ο Ολλανδός Anton Corbijn αποφάσισε να σκηνοθετήσει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία με θέμα τη - χρονικά καθορισμένη από την πορεία των Joy Division - βιογραφία του Ian Curtis, ενός προικισμένου μα και φρικαρισμένου παιδιού που σε ηλικία 23 ετών προέβη στο απονενοημένο διάβημα. Είναι γνωστό πως η rock μουσική έχει έναν απόκοσμο τρόπο να φιλοξενεί στο πάνθεον τα παιδιά της, διατηρώντας έναν μαύρο κατάλογο από θανάτους που εξασφαλίζουν σε ούτως ή άλλως σπουδαίους αρτίστες και μπάντες μία τεθλιμμένη, θα λέγαμε, αθανασία.
Βασισμένο στην αυτοβιογραφία της γυναίκας του, το «Control» χαρακτηρίζεται έντονα από την επικεντρωμένη ματιά στην πορεία της σύντομης διάρκειας μουσική ωρίμανση του Curtis, στο διαταραγμένο ψυχισμό του αλλά και τις προσωπικές επιλογές της ζωής τους. Παρά την όποια πικρία που υποδόρια βγαίνει για τη σχέση του με την Annik, η αυτομεμψία της κ.Curtis είναι εμφανής, κάτι που αποδίδεται κι από το παίξιμο της Samantha Morton. Περισσότερο όμως έχουμε να κάνουμε με μία ταινία για τον Curtis των Joy Division παρά για το ίδιο το group. Είναι δε ανατριχιαστική η ομοιότητα του Riley με τον αληθινό ηγέτη των J.D. χωρίς αυτό να συνεπάγεται πως επαφίεται σε αυτή την ευτυχή συγκυρία, ερμηνεύοντας με ψυχεδελικό πάθος και νεύρο κι έχοντας δουλέψει πολύ στον τομέα της κινησιολογίας του χαρακτήρα του.
Η λαμπερά ασπρόμαυρη φωτογραφία αναδεικνύει τα χαρακτηριστικά του βρετανικού πλαισίου στο οποίο μεγαλούργησαν τόσα και τόσα θρυλικά συγκροτήματα, ενώ πριμοδοτείται με τον τρόπο αυτό κι ο υπερθεματισμός της φήμης των Joy Division και του αρχηγού τους προσδίδοντας έναν τόνο αθανασίας και κλασικότητας. Σε αρκετά σημεία όμως ο Corbijn δανείζεται εξπρεσιονιστικά στοιχεία, παίζοντας με τις σκιές και τις έντονες φωτοσκιάσεις. Επιχειρείται επίσης μία διασύνδεση της μουσικής των J.D. με σπουδαίους καλλιτέχνες και σχήματα τις εποχής των οποίων επιτυχίες ακούγονται εδώ, όπως του David Bowie, του Iggy Pop, των Sex Pistols και των New Order. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο της φιλοσοφίας του Curtis σχετικά με το «Control» είναι η αποφυγή τεχνικών σε εφέ και μοντάζ που θα απέδιδαν οπτικά και πεζά τον διαταραγμένο ψυχικό κόσμο του ήρωα. Προτιμά δηλαδή την κάμερά του να τη στρέψει στον Curtis ακολουθώντας τον από απόσταση αναπνοής παρά να εισβάλει βέβηλα κι αυθαίρετα μέσα του επινοώντας απαντήσεις για το τραγικό του τέλος, μία επιλογή που την βρίσκω ιδιαιτέρως ώριμη και που δείχνει πως ο Corbijn θαυμάζει αγνά τον ήρωά του τόσο που να μην μπει καν σε διαδικασία διαπραγμάτευσης του απόρρητου της ψυχής του. Παρόλα αυτά, μία ταινία βιογραφική ταινία εμπεριέχει έντονα και το στοιχείο της υποκειμενικότητας τόσο του δημιουργού όσο και του θεατή. Η αποδοχή της επομένως εν πολλοίς έχει να κάνει με την εικόνα που έχει προσχηματιστεί πολύ πριν τη θέαση. Πέραν όμως των όποιων ενστάσεων, το «Control» πείθει, ξεσηκώνει και συγκινεί με την ανθρωπιστική του πτυχή που τοποθετεί το προσωπικό ανείπωτο δράμα του μοναχικού καβαλάρη Curtis πάνω από την καριέρα και την υστεροφημία.
Νεκτάριος Σάκκας www.CinemaNews.gr
Συστήθηκε το 1995 στην Σαλαμίνα, με πρωτοβουλία μιάς παρέας που αγαπούσε τον καλό κινηματογράφο. Αποτελεί έναν μη κερδοσκοπικό φορέα, ο οποίος σαν βασικό του σκοπό έχει να ικανοποιήσει τις ανάγκες του κινηματογραφόφιλου κοινού της πόλης μέσα από την προβολή εναλλακτικών ποιοτικών ταινιών.
Τρίτη 19 Μαΐου 2009
Δευτέρα 4 Μαΐου 2009
Η Σιωπή της Λόρνα των αδερφών Νταρντέν
Σκηνοθεσία: Jean-Pierre & Luc Dardenne
Σενάριο: Jean-Pierre & Luc Dardenne
Παίζουν: Αrta Dobroshi, (Lorna)
Jérémie Renier, Fabrizio Rongione, Alban Ukaj, Morgan Marinne, Olivier Gourmet
Διάρκεια: 105΄
Γλώσσα: Γαλλικά, Αλβανικά, Ρώσικα
Παραγωγή: Archipel 35, Les Films du Fleuve, Arte France Cinéma, Lucky Red (IT), RTBF
Διεθνής εκμετάλλευση: Celluloid Dreams
Βραβεία / διακρίσεις:
Βραβείο Lux του Ευρωπαικού Κοινοβουλίου 2008
Βραβείο καλύτερου σεναρίου στο 61ο Φεστιβάλ των Καννών
Συμμετοχή του Βελγίου στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα στο 61ο Φεστιβάλ των Καννών
Σύνοψη:
Η Λόρνα είναι μια μετανάστρια από την Αλβανία που ζει στη Λιέγη. Ονειρεύεται να ανοίξει κάποια μέρα ένα μαγαζί με τον άντρα που αγαπάει. Ο μόνος τρόπος για να μαζέψει τα απαραίτητα χαρτιά είναι ένας λευκός γάμος. Κάπως έτσι, χτυπά την πόρτα ενός μαφιόζου της περιοχής που στήνει ένα σχέδιο: Η Λόρνα παντρεύεται τον Κλωντύ, ένα νεαρό ναρκομανή που δέχτηκε το γάμο για να κερδίσει κάποια χρήματα, δεν ξέρει όμως πως αυτός αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου. Η Λόρνα έχει συμφωνήσει στο να κρατήσει το στόμα της κλειστό όταν η Μαφία της περιοχής θα σκηνοθετήσει το θάνατο του Κλωντύ και στο να παντρευτεί ξανά ένα Ρώσο αρχιμαφιόζο που θέλει κι αυτός με τη σειρά του να αποκτήσει τη βελγική υπηκοότητα. Τα πράγματα όμως δεν πάνε σύμφωνα με το σχέδιο. Ο Κλωντύ σιγά σιγά εκδηλώνει την επιθυμία του να αποτοξινωθεί και η Λόρνα, που ήδη βασανίζεται από ενοχές, προθυμοποιείται να τον βοηθήσει και σιγά σιγά μεταστρέφεται, ακόμα και όταν η κατάσταση φαίνεται να ξεφεύγει από τον έλεγχό της.
Βιογραφικό των σκηνοθετών
Οι αδερφοί Jean-Pierre και Luc Dardenne γεννήθηκαν στην επαρχία της Λιέγης του Βελγίου. Πέρασαν τα παιδικά τους χρόνια στο Seraing, μια κωμόπολη κοντά στην πόλη της Λιέγης. Ο Jean-Pierre, που γεννήθηκε στις 21 Απριλίου του 1951 σπούδασε θέατρο, ενώ ο Luc, γεννημένος στις 20 Μαρτίου του 1954 σπούδασε φιλοσοφία. Τη δεκαετία του '70 ξεκίνησαν την παραγωγή ντοκιμαντέρ, που διαπραγματεύονταν θέματα κοινωνικού - ιστορικού ενδιαφέροντος: η επανάσταση των Πολωνών, η Αντίσταση των Βέλγων κατά τη διάρκεια του Β'.Π.Π., η γενική απεργία του 1960... Το 1975 ίδρυσαν τη δική τους εταιρεία παραγωγής Derives, που στήριξε την παραγωγή εξήντα συνολικά ταινιών τεκμηρίωσης.( Ντοκιμαντέρ) Το 1987 στρέφονται στη μυθοπλασία. Η πρώτη τους ταινία είναι το Falsch, ενώ πέντε χρόνια αργότερα ακολουθεί το «Je pense a vous». Η αναγνώριση όμως έρχεται το 1996, με την ταινία «La promesse» (μεταφράστηκε στα ελληνικά ως «Η υπόσχεση»). Εν τω μεταξύ, ιδρύουν μια νέα εταιρία παραγωγής με το όνομα «Les films du Fleuve» Το 1998, η «Ροζέττα» τους κερδίζει το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες και χρίζεται η πρώτη βελγική ταινία που το καταφέρνει αυτό (μάλιστα η πρωταγωνίστριά τους, Emilie Dequenne, που έκανε την παρθενική της εμφάνιση σε ταινία, κέρδισε το βραβείο A! Γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της). Το 2002 γυρίζουν το «Le fils» (μεταφράστηκε στα ελληνικά ως «Ο γιος»), άλλο ένα δράμα για τη ζωή των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων στην επαρχία του Βελγίου, που διακρίθηκε και πάλι στις Κάννες με το βραβείο του καλύτερου ηθοποιού για τον Olivier Gourmet. Το 2005, η ταινία τους «L' enfant» (μεταφράστηκε στα ελληνικά ως «Ο γιος») κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών,
Η δήλωση των σκηνοθετών:
«Είναι μια ταινία για μια νέα γυναίκα που έχει κάθε λόγο να είναι απελπισμένη, κι όμως συνεχίζει να πιστεύει πως όλα είναι πιθανά. Διατηρεί μια θρησκευτική πίστη απέναντι σε όλα τα πράγματα, ακόμα και αν ο Θεός είναι νεκρός. Πώς μπορεί μια γυναίκα που δεν πιστεύει στο Θεό να πιστεύει πως όλα είναι πιθανά; Από πού πηγάζει αυτή η τρελή ελπίδα; Είναι παράξενη, είναι πέρα από το συνηθισμένο. Ένας χαρακτήρας μυθοπλασίας πάντα κολυμπάει κόντρα στο ρεύμα.
[...] Τη Λόρνα την παίζει η Άρτα Ντομπρόσι. Ένας από τους βοηθούς μας ανέλαβε να ξεκινήσει μια οντισιόν για εκατό ηθοποιούς, επαγγελματίες και μη, στην Πρίστινα, τα Σκόπια και τα Τίρανα. Την είχαμε δει σε μια Αλβανική ταινία δύο εβδομάδες νωρίτερα. Πήγαμε να τη βρούμε στο Σεράγεβο, όπου ζούσε, και την τραβήξαμε με μίνι DV για μια ολόκληρη μέρα. Την τραβούσαμε ενώ περπατούσε, ενώ έτρεχε, ενώ τραγουδούσε, και τη βάλαμε να παίξει και σκηνές παρεμφερείς με αυτές της ταινίας. Στη συνέχεια, ήρθε στη Λιέγη και την κινηματογραφήσαμε να παίζει με τους Ζερεμί Ρενιέ και Φαμπρίτσιο Ροντζιόνε. 'Ήταν απίστευτα όμορφη και φυσική. Το απόγευμα, λίγο πριν μπει στο αεροπλάνο για το Σεράγεβο, της είπαμε πως την έχουμε επιλέξει για το ρόλο της Λόρνα, και πως θα έπρεπε να ξαναγυρίσει στο Βέλγιο λίγους μήνες πριν από τα γυρίσματα για τις πρόβες και για να μάθει γαλλικά. [...] Πέρα από τη δραματική πτυχή της ιστορίας, η ταινία έχει και μια αισθαντικότητα που τη χρωστάμε στην Άρτα. Το πρόσωπό της, η φωνή της, ο τρόπος που κινείται, η προφορά με την οποία μιλά γαλλικά... Θα φταίει βέβαια και η δική μας κάμερα που βλέπει έτσι τα πράγματα, γιατί η ταινία μιλά επίσης και για μια ερωτική ιστορία.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)